περιβόλι — I Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12τ. χλμ., κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 490 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού του … Dictionary of Greek
περιβόλι(ο)ν — τὸ, Μ βλ. περιβόλι … Dictionary of Greek
Περιβόλι — Sp Perivòlis Ap Περιβόλι/Perivoli L Kerkyra ir C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Περιβόλι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 24 κάτ.) του νόμου Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστίδος … Dictionary of Greek
Νέο Περιβόλι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Λαρίσης … Dictionary of Greek
αλωή — ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως) 1. το αλώνι 2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας 3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία 4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι» 5 … Dictionary of Greek
περιβολάρικος — και περβολάρικος, η, ο, Ν [περιβολάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιβολάρη ή στο περιβόλι 2. (για φυτά) αυτός που προέρχεται από περιβόλι, που καλλιεργείται σε περιβόλι, κηπευτός, κηπευτικός, ποτιστικός … Dictionary of Greek
Zaharias Karounis — Zaharías Karoúnis Zaharías Karoúnis (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université… … Wikipédia en Français
Zaharías Karoúnis — (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université d’Athènes et prépare un doctorat de… … Wikipédia en Français
περιβολάκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (950 κάτ., υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται πολύ κοντά στο Λαγκαδά. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (8 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας… … Dictionary of Greek
περιβολάρης — και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν 1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός 2. παροιμ. «νά μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» λέγεται για τους τεμπέληδες… … Dictionary of Greek